Ομιλία Ερατούς Κοζάκου Μαρκουλλή | Εκδήλωση προς τιμή της επετείου της Ημέρας της Κυπριακής Ανεξαρτησίας
ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΡΑΤΟΥΣ ΚΟΖΑΚΟΥ ΜΑΡΚΟΥΛΛΗ
ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
ΛΕΜΕΣΟΣ 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024
Το 2024 σηματοδοτεί τέσσερις σημαντικές επετείους:
- 64 χρόνια από την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας
-60 χρόνια από την άφιξη της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, την έναρξη των δικοινοτικών ταραχών και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την δικοινοτική δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας και
- 50 χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ και από την παράνομη Τουρκική εισβολή και κατοχή του νησιού το καλοκαίρι του 1974.
-20 χρόνια από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ας δούμε πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα και ας σταθούμε και στην παρούσα δραματική κατάσταση που μας έφερε στο χείλος της διχοτόμησης της πατρίδας μας.
Ήταν μεσάνυκτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου 1960. Στο κτήριο της προσωρινής κυβέρνησης, υπογράφονται από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, πρώτο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τον Φαζίλ Κιουτσιούκ, πρώτο Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, από τον Σερ Χιου Φουτ, απερχόμενο Κυβερνήτη, τον πρέσβη της Ελλάδας και τον Γενικό Πρόξενο της Τουρκίας, τα ιδρυτικά έγγραφα ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε δεκτή ως μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στις 20 Σεπτεμβρίου 1960.
Τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων, που ήταν ήδη ορατά από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όχι μόνο δεν επιλύθηκαν μετά την Ανεξαρτησία, αλλά επιδεινώθηκαν. Ο Ελληνικός και Τουρκικός εθνικισμός επικράτησαν και καθόριζαν πλέον τις καταστροφικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν. Το μίσος και η εχθρότητα καλλιεργούνταν συστηματικά και άρχισαν να δηλητηριάζουν την ειρηνική μέχρι τότε συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αυτή η κληρονομιά του εθνικισμού, δυστυχώς, συνεχίζει να διαπερνά την κοινωνία μέχρι τις μέρες μας και να διαμορφώνει εθνοκεντρικές πολιτικές που εκκολάπτονται και εκτρέφονται μέσα από την εκπαίδευση και την εκκλησία.
Μετά την Ανεξαρτησία, η Ελληνοκυπριακή ηγεσία, συνέχισε την δημόσια ρητορική της για την Ένωση με την Ελλάδα, ενώ η Τουρκοκυπριακή, ως απάντηση, τόνιζε την ανάγκη όπως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης αναγνωριστεί και στις δύο κοινότητες, με στόχο την διχοτόμηση ή το ΤΑΞΙΜ. Όπως διαφαίνεται μέσα από το βιβλίο «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ» του Νίκου Στέλγια, που βασίστηκε στα πρωτοσέλιδα του Τουρκοκυπριακού Τύπου την κρίσιμη περίοδο 60-63, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα ερμήνευε από την αρχή το Σύνταγμα ως οιωνεί Ομοσπονδιακό, που βασιζόταν στην αρχή της πολιτικής ισότητας, την οποία επίμονα προασπιζόταν, απαιτώντας την εφαρμογή όλων των προνοιών του Συντάγματος, ούτως ώστε να κατοχυρωθεί ο δικοινοτικός χαρακτήρας του κράτους.
Δυστυχώς, το χάσμα στις θέσεις των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων, όσο αφορά την ερμηνεία του Συντάγματος, θα επέφερε σοβαρές επιπτώσεις στην διακυβέρνηση, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι δύο κοινότητες σε ανοικτή αντιπαράθεση, όπως για παράδειγμα στο θέμα των χωριστών δήμων, αλλά κυρίως με την δρομολόγηση από τον Πρόεδρο Μακάριο, από τις αρχές του 1962, της αναθεώρησης του Κυπριακού Συντάγματος και των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Αυτή η ένταση κορυφώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1963, με την υποβολή από τον Πρόεδρο Μακάριο, αρχικά στον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο και αργότερα στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, των 13 σημείων αναθεώρησης, ενέργειες που προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της Τουρκίας και πυροδότησαν τις δικοινοτικές ταραχές.
Οι Ελληνοκυπριακές παραστρατιωτικές οργανώσεις, με εθνικιστικό, ενωτικό και αντικομουνιστικό χαρακτήρα, λειτουργούσαν από τον πρώτο χρόνο της ανεξαρτησίας, με στόχο την προώθηση της ένωσης, εξόφληση λογαριασμών μεταξύ πρώην αγωνιστών της ΕΟΚΑ και πολιτικές δολοφονίες, κυρίως κομμουνιστών και Τουρκοκυπρίων. Στον αντίποδα, στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, λειτουργούσε αντίστοιχο παρακράτος με την δράση της ΤΜΤ, που ενώ ιδρύθηκε το 1957, εντατικοποίησε τη εγκληματική της δράση αμέσως μετά το 1960, με κύριο στόχο αντιφρονούντες Τουρκοκύπριους, όπως η δολοφονία των αριστερών δημοσιογράφων Γκιουρκάν και Χικμέτ τον Απρίλιο του 1962, αλλά και Ελληνοκύπριους. Η βία των όπλων είχε πλέον επικρατήσει και από τις 21 Δεκεμβρίου 1963, η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία οδηγήθηκε σε μια αιματηρή δικοινοτική σύγκρουση που βάθυνε το ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Η έλλειψη σοφίας, πολιτικής ωριμότητας, στοιχειώδους σχέσης εμπιστοσύνης και σεβασμού στις δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια ενός άκρατου εθνοκεντρικού εθνικισμού και στις δύο κοινότητες, οδήγησαν μέσα σε τρία χρόνια στην κατάρρευση του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους, συμβάλλοντας στη δημιουργία και παγίωση μιας πολιτικά ανώμαλης κατάστασης, με τη συμμετοχή μόνο των Ελληνοκυπρίων στην διακυβέρνηση.
Μετά την έναρξη των δικοινοτικών συγκρούσεων και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας και εν μέσω απειλών της Τουρκίας για επέμβαση, το Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 4 Μαρτίου 1964, υιοθέτησε ομόφωνα το ψήφισμα 186, με το οποίο ζητήθηκε από την Κυβέρνηση της Κύπρου να αναλάβει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της βίας και της αιματοχυσίας. Εισηγήθηκε επίσης τη δημιουργία, με τη συναίνεση της Κυπριακής Κυβέρνησης, μιας Ειρηνευτικής Δύναμης, με εντολή την αποτροπή της επανέναρξης των συγκρούσεων, την συμβολή στη διατήρηση και επαναφορά του νόμου και της τάξης και την επιστροφή σε κανονικές συνθήκες. 60 χρόνια μετά, το Κυπριακό παραμένει άλυτο και η UNFICYP συνεχίζει να βρίσκεται στο νησί, αποτελώντας μια από τις μακροβιότερες Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις. Με την αναφορά του στην Κυβέρνηση της Κύπρου, το Συμβούλιο Ασφαλείας τοποθετήθηκε υπέρ της συνέχισης της νόμιμης εκπροσώπησης του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την κυβέρνηση του, θέση που ισχύει μέχρι σήμερα.
Το επόμενο ισχυρό πλήγμα η Κυπριακή Δημοκρατία το δέχτηκε, με το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β, που άνοιξε τις πύλες στην Τουρκική εισβολή. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, με αποφάσεις που υιοθέτησε μεταξύ 20 Ιουλίου και 16 Αυγούστου 1974, αναφέρθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της, απαίτησε τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης και ζήτησε την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους κάτω από συνθήκες ασφάλειας. Οι ίδιες πρόνοιες περιλήφθηκαν και στο ψήφισμα 3212 της Γενικής Συνέλευσης που υιοθετήθηκε την 1η Νοεμβρίου 1974.
Μετά τη στρατιωτική κατοχή, η Τουρκία προχώρησε στην υλοποίηση των υπόλοιπων στρατηγικών της στόχων, ενθαρρύνοντας και στηρίζοντας τις αποσχιστικές ενέργειες της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας, η οποία στις 15 Νοεμβρίου 1983, προχώρησε στην ανακήρυξη λεγόμενου ανεξάρτητου κράτους στην κατεχόμενη Κύπρο. Το Συμβούλιο Ασφαλείας με τα ψηφίσματα 541 και 550, έκρινε τη ανακήρυξη ως ασυμβίβαστη με το Σύνταγμα του 1960, την αποδοκίμασε, την θεώρησε νομικά άκυρη και κάλεσε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν οποιοδήποτε Κυπριακό κράτος, άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι δύο αυτές αποφάσεις συνεχίζουν να αποτελούν το κριτήριο συμπεριφοράς της διεθνούς κοινότητας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αποσχιστικής οντότητας, με αποτέλεσμα κανένα κράτος, πλην της Τουρκίας, να έχει αναγνωρίσει την λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».
Έκτοτε, οι προσπάθειες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εντατικοποιήθηκαν, με επίκεντρο την επίλυση του Κυπριακού και τερματισμό του status quo, που κρίθηκε ως απαράδεκτο. Μέχρι σήμερα, 7 Γενικοί Γραμματείς των ΗΕ και 28 Διαμεσολαβητές, Ειδικοί Αντιπρόσωποι, Ειδικοί Σύμβουλοι και Προσωπικοί Απεσταλμένοι, ασχολήθηκαν με το Κυπριακό. Όμως, όλες οι προσπάθειες για λύση, στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, που είχε συμφωνηθεί από τους ηγέτες και υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Τουρκία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί το μεγάλο εμπόδιο στην επίλυση του Κυπριακού. Η τεράστια στρατιωτική υπεροπλία, το πολιτικο-στρατιωτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα λόγω του μεγέθους, της περιφερειακής και διεθνούς επιρροής και της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, η συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή και ο ολοκληρωτικός έλεγχος που ασκεί στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, συνέβαλαν διαχρονικά στην διατήρηση μιας σκληρής στάσης εκ μέρους της Τουρκικής κυβέρνησης.
Η ανάγκη διαφύλαξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό στόχο, που αφορά την ίδια την επιβίωση του κράτους, όμως, αυτό δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό σε βάρος των προσπαθειών για την επίλυση του Κυπριακού. Θα πρέπει να εμπεδωθεί στη συνείδηση όλων, ότι μόνο με τη λύση, στη συμφωνημένη βάση και με το μέχρι σήμερα κεκτημένο των διαπραγματεύσεων, θα μπορέσουμε να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας από την Τουρκική κατοχή και να επανενώσουμε το κράτος και το λαό, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού συστήματος.
Διαφορετικά, αν οι προσπάθειες εγκαταλειφθούν ή απομακρυνθούμε από τη συμφωνημένη βάση και το κεκτημένο των διαπραγματεύσεων, η διχοτόμηση, ή χειρότερα ακόμα, η προσάρτηση των κατεχομένων από την Τουρκία, θα αποτελέσουν μια οδυνηρή πραγματικότητα, με δραματικές μη ανατρέψιμες συνέπειες, αφού θα απωλέσουμε, για πάντα, ένα κομμάτι της πατρίδας μας με ιστορία χιλιάδων χρόνων, θέτοντας, ταυτόχρονα, σε κίνδυνο και την υπόλοιπη Κύπρο, εφόσον πλέον θα έχουμε σκληρό σύνορο με την Τουρκία. Επομένως, όχι μόνο δεν θα διαφυλάξουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά, δυνητικά θα την θέσουμε σε τεράστιους κινδύνους, που θα αφορούν την ίδια την επιβίωση της.
Ποτέ προηγουμένως δεν φθάσαμε τόσο κοντά στη λύση, όσο στο Κραν Μοντανά. Για πρώτη φορά, είχαν συζητηθεί σε έκταση και βάθος όλα τα θέματα της εσωτερικής πτυχής και υπήρχε σημαντικός αριθμός συγκλίσεων, ενώ για πρώτη επίσης φορά είχαν ανταλλαχθεί χάρτες, με απόκλιση μόνο μια εκατοστιαία μονάδα. Όλη αυτή η πρόοδος θα μπορούσε, με την επίτευξη στρατηγικής συμφωνίας στη βάση του πλαισίου που κατέθεσε ο Γενικός Γραμματέας στις 30 Ιουνίου 2017 και με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, να διασφαλίσει την επιστροφή σημαντικού ποσοστού εδαφών και προσφύγων κάτω από Ελληνοκυπριακή διοίκηση και ένα ομοσπονδιακό κράτος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές, εφόσον η ΕΕ ως παρατηρητής, είχε διασφαλίσει ότι οι συγκλίσεις συνάδουν με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο.
Τα θέματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, ήταν τα μόνα που δεν είχαν συζητηθεί επαρκώς και είναι γι’ αυτό που θα έπρεπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μην είχε συναινέσει στον τερματισμό της διάσκεψης, αλλά να αγωνιστεί προς κάθε κατεύθυνση, για να υπάρξει αναβολή και να δοθεί περισσότερος χρόνος για τη συζήτηση αυτών των ζωτικής σημασίας θεμάτων. Παρόλα αυτά, στη διάρκεια δείπνου στις 6 Ιουλίου 2017, τα μέρη δεν έκαναν εκείνα τα αποφασιστικά βήματα που θα επέτρεπαν την επίτευξη μιας στρατηγικής συμφωνίας, και ως αποτέλεσμα ο Γενικός Γραμματέας κατέληξε, με την συμφωνία όλων των μερών, ότι η Διάσκεψη δεν θα προχωρούσε και η όλη διαδικασία κατέρρευσε τις πρωινές ώρες της 7ης Ιουλίου 2017.
Στην έκθεση του στο Συμβούλιο Ασφαλείας, στις 28 Σεπτεμβρίου 2017, ο ΓΓ εξέφρασε την εκτίμηση ότι, ενώ η ουσία μιας συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού ήταν πρακτικά εκεί, εν τούτοις λόγω έλλειψης μιας ισχυρής πολιτικής βούλησης, θάρρους και αποφασιστικότητας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ετοιμότητας των μερών, δεν κατέστη δυνατό να διανυθεί το τελευταίο και πιο δύσκολο μίλι των διαπραγματεύσεων. Κατέληξε δε ότι θεωρεί ότι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία στο Κραν Μοντάνα και ευχήθηκε “το καλύτερο για όλους τους Κύπριους, βόρειους και νότιους”.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Διάσκεψη στο Κραν Μοντανά ήταν μια χαμένη ευκαιρία, που ίσως δεν πρόκειται να παρουσιαστεί ξανά. Το τραγικό στην όλη υπόθεση, είναι ότι με τις ενέργειες του, ο τέως Προέδρος της Δημοκρατίας, συνέβαλε στον τερματισμό μιας διαπραγμάτευσης, που μας έφερε τόσο κοντά στη λύση. Στο δε διάστημα που ακολούθησε, έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να περιπλέξει τις προσπάθειες, συζητώντας πίσω από κλειστές πόρτες με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών για λύση δύο κρατών, οπισθοχωρώντας από σημαντικές συγκλίσεις, όπως στο θέμα της πολιτικής ισότητας, προτείνοντας λύση αποκεντρωμένης ομοσπονδίας, πρωθυπουργικό αντί προεδρικό σύστημα κ.α., τη στιγμή που όλα ήταν ήδη συμφωνημένα μέσα από τις συγκλίσεις.
Αυτή η συμπεριφορά οδήγησε στην υπόσκαψη του τέως Τουρκοκύπριου ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί, υπέρμαχου της ομοσπονδιακής λύσης, ο οποίος τελικά, το 2020, μετά από απροκάλυπτες παρεμβάσεις και απειλές εκ μέρους της Τουρκίας στη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας, δεν επανεξελέγη και αντικαταστάθηκε από τον υπερεθνικιστή, υπέρμαχο της λύσης δύο κρατών, Ερσίν Τατάρ.
Από τον τερματισμό της διαδικασίας στο Κραν Μοντανά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα παρατεταμένο διαπραγματευτικό κενό και αδιέξοδο και με σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης επί του εδάφους, ιδιαίτερα όσο αφορά το άνοιγμα και την πρόθεση εποικισμού της Αμμοχώστου, το θέμα του αυξανόμενου εποικισμού των κατεχομένων και των τεράστιων αναπτύξεων σε Ελληνοκυπριακές περιουσίες.
Από το 2017 μέχρι σήμερα, ο Γενικός Γραμματέας, παρά την απογοήτευση του, συνεχίζει να καταβάλλει προσπάθειες για εξεύρεση κοινού εδάφους, που θα επέτρεπε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, με πιο σοβαρή τον διορισμό τον περασμένο Ιανουάριο, της πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Κολομβίας, Μαρίας Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ, ως Προσωπικής του Απεσταλμένης. Η κα Ολγκίν είχε εκτεταμένες επαφές, όχι μόνο με τους δύο ηγέτες, αλλά και με πλήθος άλλων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, με έμφαση στην κοινωνία των πολιτών. Η κα Ολγκίν ολοκλήρωσε την εντολή της τον περασμένο Ιούλιο και υπέβαλε έκθεση με εισηγήσεις προς τον Γενικό Γραμματέα. Η έκθεση δεν έχει κοινοποιηθεί στους ηγέτες, ενώ, όπως φαίνεται, δεν συζητήθηκε ούτε στην πρόσφατη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον Γενικό Γραμματέα στη Νέα Υόρκη. Κατά τη δική μου εκτίμηση, πρόθεση του Γενικού Γραμματέα είναι να την συζητήσει, μαζί και με δικές του αποφάσεις, μόνο σε κοινή συνάντηση με τους ηγέτες.
Ο διορισμός της κας Ολγκίν, επιβεβαιώνει το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον του Γενικού Γραμματέα και τη βούληση του να συμβάλει στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Επιδίωξη του είναι σε μια τριμερή συνάντηση να καταβληθεί μια υστάτη προσπάθεια για εξεύρεση κοινού εδάφους. Αποτελεί, όμως, εκτίμηση μου ότι κοινό έδαφος δεν μπορεί να εξευρεθεί, ενόσω η Τουρκική πλευρά εμμένει στη λύση δύο κρατών και στην αναγνώριση κυριαρχικής ισότητας ως προϋπόθεση για την επανεκκίνηση μιας νέας διαδικασίας.
Είναι γι’ αυτό, που θα πρέπει να ζητηθεί από την διεθνή κοινότητα, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, να ασκήσουν την επιρροή τους προς την Τουρκική πλευρά, για να επιστρέψει στο συμφωνημένο ομοσπονδιακό πλαίσιο λύσης και να συνεχιστεί η διαδικασία από εκεί που τερματίστηκε στο Κραν Μοντανά.
Ο Γενικός Γραμματέας θα πρέπει επίσης, να επιδείξει μια πιο αποφασιστική στάση, υπερασπιζόμενος τη λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, τις συγκλίσεις και το πλαίσιο που ο ίδιος υπέβαλε. Η μη αναφορά εκ μέρους του, από το 2020, σε αυτά τα βασικά συστατικά της λύσης, ενισχύει την Τουρκική αδιαλλαξία. Για να μην τον αδικούμε, όμως, όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης, παρέλειψε να αναφερθεί στις συγκλίσεις, στο πλαίσιο του Γενικού Γραμματέα και στην ανάγκη επανεκκίνησης της διαδικασίας από εκεί που τερματίστηκε στο Κραν Μοντανά, γιατί να το κάνει ο Γενικού Γραμματέα;
Δεν αρκεί η εκ μέρους του Προέδρου φραστική υποστήριξη στην συμφωνημένη βάση λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Θα πρέπει, επιτέλους, να πείσει, με σαφείς θέσεις, στέλνοντας ένα ισχυρό μήνυμα προς τον ΓΓ και τη διεθνή κοινότητα, ότι παραμένουμε πλήρως δεσμευμένοι στις συγκλίσεις, ότι αποδεχόμαστε το Πλαίσιο Γκουτέρες ως έχει και ότι θα εργαστούμε αποφασιστικά για την επίτευξη συνολικής συμφωνίας για λύση του Κυπριακού το συντομότερο δυνατό.
Εδώ και καιρό, προωθείται από την Τουρκική πλευρά, η πολιτική για λύση δύο κρατών. Ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και ο Μουσταφά Ακιντζί αποτέλεσαν στη διάρκεια της ηγεσίας τους, τροχοπέδη σε αυτή την πολιτική. Όμως τελικά, οι εθνικιστικές δυνάμεις υπερίσχυσαν με την προώθηση και στήριξη της Τουρκίας. Στην δική μας πλευρά, διαπιστώνουμε το τραγικό φαινόμενο να συζητείται, αρχικά κρυφά και πιο πρόσφατα με την εμπλοκή του ίδιου του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, το ενδεχόμενο λύσης δύο κρατών! Οι συζητήσεις έχουν βγει από τις κλειστές πόρτες και κυκλοφορούν ως ιδέες για «βελούδινο διαζύγιο» και για μια πιο «ρεαλιστική» προσέγγιση στο Κυπριακό, την οποία προσπαθούν να περάσουν στους πολίτες!
Αποτελεί υποχρέωση όλων μας να αποκαλύπτουμε τους κινδύνους, για το που πραγματικά οδηγούμαστε! Θα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι η μόνη εφικτή λύση για την επανένωση της Κύπρου, είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα και ότι τυχόν εγκατάλειψη της θα μας οδηγήσει στην διχοτόμηση. Θα πρέπει να παρθούν άμεσα αποφάσεις και να αναληφθεί εκστρατεία για αποτροπή της διχοτόμησης! Ο εφησυχασμός και το βόλεμα με το στάτους κβο, εμπεριέχουν τεράστιους κινδύνους. Η λύση είναι απαραίτητη για να λειτουργήσουμε επιτέλους ως κανονικό κράτος! Για να μπορέσουμε να απολαύσουμε και οι δύο κοινότητες τα οφέλη της λύσης και της Ευρωπαϊκή Ένωση!
Σε αυτή την εκστρατεία θα πρέπει να προσεγγιστούν οι προοδευτικές δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων, να βρεθούν οι κοινοί παρονομαστές που μας ενώνουν και να κτίσουμε γέφυρες εμπιστοσύνης, μέσα από μια στενότερη συνεργασία και ένα ειλικρινή διάλογο, με στόχο την ομοσπονδιακή λύση, την αλληλοκατανόηση, τη συμφιλίωση και την οικοδόμηση ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος, σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας. Το ΑΚΕΛ πρωτοπορεί διαχρονικά στις επαφές και συνεργασίες με τις προοδευτικές δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων. Θα πρέπει τώρα, ο στόχος αυτός να τεθεί ως προτεραιότητα, γιατί τα περιθώρια στενεύουν. Μαζί με τις Τουρκοκυπριακές δυνάμεις, που υποστηρίζουν ομοσπονδιακή λύση, πρέπει να αποτελέσουμε ένα ισχυρό δικοινοτικό μέτωπο με κοινή φωνή, που να ασκήσει πιέσεις προς τους ηγέτες και τη διεθνή κοινότητα, για επανεκκίνηση της διαδικασίας, η οποία, όμως, αυτή τη φορά θα πρέπει να είναι διαφορετική. Δεν πρέπει να αφεθεί ξανά στους ηγέτες να αποφασίζουν από μόνοι τους, πίσω από κλειστές πόρτες, για το μέλλον του τόπου. Η διαδικασία θα πρέπει να γίνει πιο περιεκτική και διαφανής, με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, γυναικών και νέων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και οι πολίτες θα πρέπει να τυγχάνουν συνεχούς ενημέρωσης για τις συγκλίσεις, για τα οφέλη της λύσης και για τη λειτουργία ενός ομοσπονδιακού συστήματος.
Ως Ελληνοκύπριοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται εδώ και 60 χρόνια σε μια πολιτικά έκρυθμη κατάσταση, με τη μη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην διακυβέρνηση, δεν συμβάλλει στον απώτερο στόχο της επανένωσης και εγκλωβίζει τους Τουρκοκύπριους όλο και πιο βαθιά στον ασφυκτικό κλοιό της Τουρκίας. Θα πρέπει με συνέπεια να τους πείσουμε, αλλά και τη διεθνή κοινότητα, ότι αυτή η έκρυθμη κατάσταση δεν συνάδει με το όραμα μας για μια επανενωμένη πατρίδα όλων των Κυπρίων και ότι η επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στην διακυβέρνηση, μέσα από μια Ομοσπονδιακή λύση, αποτελεί ύψιστη μας προτεραιότητα.
Και οι δύο κοινότητες θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τον άκρατο εθνικισμό, που μας έφερε τόσα δεινά και να προσπαθήσουμε, επιτέλους, να κτίσουμε την κατανόηση και την εμπιστοσύνη, που τόσο βάναυσα αγνοήσαμε. Θα πρέπει να δούμε κατάματα την ιστορία και να αναγνωρίσουμε λάθη και εγκλήματα που διαπράχθηκαν. Θα πρέπει να δούμε με ενσυναίσθηση και να κατανοήσουμε, όχι μόνο τις δικές μας, αλλά και τις ανησυχίες της άλλης κοινότητας, αν θέλουμε πραγματικά να ζήσουμε μαζί στα πλαίσια ενός κοινού ομοσπονδιακού κράτους!
20 χρόνια από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αποτέλεσε το πιο μεγάλο ιστορικό και πολιτικό γεγονός από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και σφράγισε μια μεγάλη πορεία προς τον ιστορικό μας προορισμό και το όραμά μας, ακόμα παραμένουμε με άλυτο το Κυπριακό, με τις κατεχόμενες περιοχές εκτός του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας να μην έχουν τη δυνατότητα απόλαυσης των πλεονεκτημάτων της ένταξης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Είναι επιτέλους καιρός να εργαστούμε, με σθένος και αποφασιστικότητα, για την πλήρη υλοποίηση του οράματος της επανένωσης της πατρίδας μας, συνειδητοποιώντας ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά ο καταλύτης για την επίτευξη του απώτερου στόχου, της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η απουσία των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας από τις δομές του κράτους, αποτελεί απαράδεκτη και προβληματική πολιτική ανωμαλία, που πρέπει επιτέλους να διορθωθεί με την επανένωση, τα οφέλη της οποίας θα είναι τεράστια και για τις δύο κοινότητες. Οφέλη που μας αξίζουν! Για την ειρήνη, την πρόοδο και την ευημερία!
Τώρα είναι η ώρα προτού είναι πολύ αργά!